- μελιταίος
- -α, -ο (Α μελιταῑος, -α, -ον) [Μελίτη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Μελίτη, δηλ. τη Μάλτα, ή αυτός που προέρχεται από το νησί Μελίτη («ἡ δ' ἴκτις ἐστὶ μὲν τὸ μέγεθος ἡλίκον Μελιταῑον κυνίδιον τῶν μικρῶν», Αριστοτ.)2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μελιταῑος, η Μελιταίααυτός, αυτή που κατάγεται από το νησί Μελίτη ή ο, η κάτοικος τής Μελίτηςνεοελλ.φρ. ιατρ. «μελιταίος πυρετός» — η βρουκέλλωση, νόσημα που προκαλείται από τη βρουκέλλα και μεταδίδεται και στον άνθρωπο από πρόβατα, γίδες, άλογα, σκύλους και βοοειδήαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «μελιταῑαὀθόνιά τινα διάφορα ἐκ Μελίτης τῆς νήσου».
Dictionary of Greek. 2013.